- ἐπωμίδιος
- ἐπωμ-ίδιος, α, ον,A on the shoulder,
φλέψ Hp.Oss. 12
.II Subst. -ίδιον, τό, Dim. of ἐπωμίς, horse's trappings, App. Mith.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλέψ Hp.Oss. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωμίδιος — ἐπωμίδιος, ία, ον (Α) [επωμίς] αυτός που βρίσκεται πάνω στους ώμους («ἐπωμίδιος φλέψ», Ιπποκρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπωμίδιον μικρή επωμίδα … Dictionary of Greek
ἐπωμίδιος — on the shoulder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμιδίη — ἐπωμίδιος on the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωμίδια — ἐπωμίδιος on the shoulder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)